- ἐστεμμένων
- στέφωput roundperf part mp fem gen plστέφωput roundperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
Σίλβεστρος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Σ. A’, πάπας Ρώμης (314 335). Η μνήμη του τιμάται στις 2 Ιανουαρίου. >Σίλβεστρος, όνομα παπών της Ρώμης. 2. Μαρτύρησε στην Παλαιστίνη με σπαθί, μαζί με το Σωφρόνιο. Η μνήμη του τιμάται την 1η… … Dictionary of Greek